Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γνύπετος
γνῶμα
γνώμα
γνωμανάδοχος
γνωματευτής
γνωματεύω
γνωμεισηγητής
γνώμη
γνωμηδόν
γνωμηστός
γνωμίδιον
γνωμικός
γνωμοδοτέω
γνωμολογέω
γνωμολογητέον
γνωμολογία
γνωμολογικός
γνωμονεύω
γνωμονικός
γνωμόνιον
γνωμοσύνη
View word page
γνωμίδιον
a fancy
ShortDef
a fancy
Debugging
Headword:
γνωμίδιον
Headword (normalized):
γνωμίδιον
Headword (normalized/stripped):
γνωμιδιον
IDX:
19169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19170
Key:
Data
{'content': 'a fancy'}