Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γνύξ
γνύπετος
γνῶμα
γνώμα
γνωμανάδοχος
γνωματευτής
γνωματεύω
γνωμεισηγητής
γνώμη
γνωμηδόν
γνωμηστός
γνωμίδιον
γνωμικός
γνωμοδοτέω
γνωμολογέω
γνωμολογητέον
γνωμολογία
γνωμολογικός
γνωμονεύω
γνωμονικός
γνωμόνιον
View word page
γνωμηστός
knowledge

ShortDef

knowledge

Debugging

Headword:
γνωμηστός
Headword (normalized):
γνωμηστός
Headword (normalized/stripped):
γνωμηστος
IDX:
19168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19169
Key:

Data

{'content': 'knowledge'}