Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γνοφώδης
γνύθος
γνύξ
γνύπετος
γνῶμα
γνώμα
γνωμανάδοχος
γνωματευτής
γνωματεύω
γνωμεισηγητής
γνώμη
γνωμηδόν
γνωμηστός
γνωμίδιον
γνωμικός
γνωμοδοτέω
γνωμολογέω
γνωμολογητέον
γνωμολογία
γνωμολογικός
γνωμονεύω
View word page
γνώμη
a means of knowing, a mark, token
ShortDef
a means of knowing, a mark, token
Debugging
Headword:
γνώμη
Headword (normalized):
γνώμη
Headword (normalized/stripped):
γνωμη
IDX:
19166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19167
Key:
Data
{'content': 'a means of knowing, a mark, token'}