Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γνόφος
γνοφόω
γνοφώδης
γνύθος
γνύξ
γνύπετος
γνῶμα
γνώμα
γνωμανάδοχος
γνωματευτής
γνωματεύω
γνωμεισηγητής
γνώμη
γνωμηδόν
γνωμηστός
γνωμίδιον
γνωμικός
γνωμοδοτέω
γνωμολογέω
γνωμολογητέον
γνωμολογία
View word page
γνωματεύω
to form a judgment of, discern

ShortDef

to form a judgment of, discern

Debugging

Headword:
γνωματεύω
Headword (normalized):
γνωματεύω
Headword (normalized/stripped):
γνωματευω
IDX:
19164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19165
Key:

Data

{'content': 'to form a judgment of, discern'}