Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Γνίφων
γνόφος
γνοφόω
γνοφώδης
γνύθος
γνύξ
γνύπετος
γνῶμα
γνώμα
γνωμανάδοχος
γνωματευτής
γνωματεύω
γνωμεισηγητής
γνώμη
γνωμηδόν
γνωμηστός
γνωμίδιον
γνωμικός
γνωμοδοτέω
γνωμολογέω
γνωμολογητέον
View word page
γνωματευτής
a dealer in maxims

ShortDef

a dealer in maxims

Debugging

Headword:
γνωματευτής
Headword (normalized):
γνωματευτής
Headword (normalized/stripped):
γνωματευτης
IDX:
19163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19164
Key:

Data

{'content': 'a dealer in maxims'}