Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γνήσιος
γνησιότης
Γνίφων
γνόφος
γνοφόω
γνοφώδης
γνύθος
γνύξ
γνύπετος
γνῶμα
γνώμα
γνωμανάδοχος
γνωματευτής
γνωματεύω
γνωμεισηγητής
γνώμη
γνωμηδόν
γνωμηστός
γνωμίδιον
γνωμικός
γνωμοδοτέω
View word page
γνώμα
purpose

ShortDef

purpose

Debugging

Headword:
γνώμα
Headword (normalized):
γνώμα
Headword (normalized/stripped):
γνωμα
IDX:
19161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19162
Key:

Data

{'content': 'purpose'}