Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γνάφαλλον
γνάφαλος
γνάψις
γνήσιος
γνησιότης
Γνίφων
γνόφος
γνοφόω
γνοφώδης
γνύθος
γνύξ
γνύπετος
γνῶμα
γνώμα
γνωμανάδοχος
γνωματευτής
γνωματεύω
γνωμεισηγητής
γνώμη
γνωμηδόν
γνωμηστός
View word page
γνύξ
with bent knee
ShortDef
with bent knee
Debugging
Headword:
γνύξ
Headword (normalized):
γνύξ
Headword (normalized/stripped):
γνυξ
IDX:
19158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19159
Key:
Data
{'content': 'with bent knee'}