Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γναφάλλιον
γνάφαλλον
γνάφαλος
γνάψις
γνήσιος
γνησιότης
Γνίφων
γνόφος
γνοφόω
γνοφώδης
γνύθος
γνύξ
γνύπετος
γνῶμα
γνώμα
γνωμανάδοχος
γνωματευτής
γνωματεύω
γνωμεισηγητής
γνώμη
γνωμηδόν
View word page
γνύθος
pit
ShortDef
pit
Debugging
Headword:
γνύθος
Headword (normalized):
γνύθος
Headword (normalized/stripped):
γνυθος
IDX:
19157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19158
Key:
Data
{'content': 'pit'}