Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γναπταὶ
γναφάλλιον
γνάφαλλον
γνάφαλος
γνάψις
γνήσιος
γνησιότης
Γνίφων
γνόφος
γνοφόω
γνοφώδης
γνύθος
γνύξ
γνύπετος
γνῶμα
γνώμα
γνωμανάδοχος
γνωματευτής
γνωματεύω
γνωμεισηγητής
γνώμη
View word page
γνοφώδης
dark, gloomy
ShortDef
dark, gloomy
Debugging
Headword:
γνοφώδης
Headword (normalized):
γνοφώδης
Headword (normalized/stripped):
γνοφωδης
IDX:
19156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19157
Key:
Data
{'content': 'dark, gloomy'}