Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γναμπτός
γνάμπτω
γναμφαί
γναπταὶ
γναφάλλιον
γνάφαλλον
γνάφαλος
γνάψις
γνήσιος
γνησιότης
Γνίφων
γνόφος
γνοφόω
γνοφώδης
γνύθος
γνύξ
γνύπετος
γνῶμα
γνώμα
γνωμανάδοχος
γνωματευτής
View word page
Γνίφων
niggard

ShortDef

niggard

Debugging

Headword:
Γνίφων
Headword (normalized):
γνίφων
Headword (normalized/stripped):
γνιφων
IDX:
19153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19154
Key:

Data

{'content': 'niggard'}