Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γναθόω
γνάθων
Γνάθων
γναθώνειος
Γνάιος
γναμπτήρ
γναμπτός
γνάμπτω
γναμφαί
γναπταὶ
γναφάλλιον
γνάφαλλον
γνάφαλος
γνάψις
γνήσιος
γνησιότης
Γνίφων
γνόφος
γνοφόω
γνοφώδης
γνύθος
View word page
γναφάλλιον
cotton-weed, Diotis maritima

ShortDef

cotton-weed, Diotis maritima

Debugging

Headword:
γναφάλλιον
Headword (normalized):
γναφάλλιον
Headword (normalized/stripped):
γναφαλλιον
IDX:
19147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19148
Key:

Data

{'content': 'cotton-weed, Diotis maritima'}