Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γλωχίς
γναθμός
γνάθος
γναθόω
γνάθων
Γνάθων
γναθώνειος
Γνάιος
γναμπτήρ
γναμπτός
γνάμπτω
γναμφαί
γναπταὶ
γναφάλλιον
γνάφαλλον
γνάφαλος
γνάψις
γνήσιος
γνησιότης
Γνίφων
γνόφος
View word page
γνάμπτω
to bend
ShortDef
to bend
Debugging
Headword:
γνάμπτω
Headword (normalized):
γνάμπτω
Headword (normalized/stripped):
γναμπτω
IDX:
19144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19145
Key:
Data
{'content': 'to bend'}