Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλωσσώδης
γλωττίζω
γλωττικός
γλωττίς
γλωττισμός
γλωττοδεψέω
γλωττοειδής
γλωττοποιέω
γλωττοστροφέω
γλωχίν
γλωχινωτός
γλωχίς
γναθμός
γνάθος
γναθόω
γνάθων
Γνάθων
γναθώνειος
Γνάιος
γναμπτήρ
γναμπτός
View word page
γλωχινωτός
barbed

ShortDef

barbed

Debugging

Headword:
γλωχινωτός
Headword (normalized):
γλωχινωτός
Headword (normalized/stripped):
γλωχινωτος
IDX:
19133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19134
Key:

Data

{'content': 'barbed'}