Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλωσσοτομέω
γλωσσοχαριτέω
γλωσσώδης
γλωττίζω
γλωττικός
γλωττίς
γλωττισμός
γλωττοδεψέω
γλωττοειδής
γλωττοποιέω
γλωττοστροφέω
γλωχίν
γλωχινωτός
γλωχίς
γναθμός
γνάθος
γναθόω
γνάθων
Γνάθων
γναθώνειος
Γνάιος
View word page
γλωττοστροφέω
ply the tongue

ShortDef

ply the tongue

Debugging

Headword:
γλωττοστροφέω
Headword (normalized):
γλωττοστροφέω
Headword (normalized/stripped):
γλωττοστροφεω
IDX:
19131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19132
Key:

Data

{'content': 'ply the tongue'}