Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γλωσσοποιΐα
γλωσσοπωγώνιον
γλωσσός
γλωσσοτέχνης
γλωσσότμητος
γλωσσοτομέω
γλωσσοχαριτέω
γλωσσώδης
γλωττίζω
γλωττικός
γλωττίς
γλωττισμός
γλωττοδεψέω
γλωττοειδής
γλωττοποιέω
γλωττοστροφέω
γλωχίν
γλωχινωτός
γλωχίς
γναθμός
γνάθος
View word page
γλωττίς
the mouth-piece of a pipe
ShortDef
the mouth-piece of a pipe
Debugging
Headword:
γλωττίς
Headword (normalized):
γλωττίς
Headword (normalized/stripped):
γλωττις
IDX:
19126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19127
Key:
Data
{'content': 'the mouth-piece of a pipe'}