Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλωσσόκομον
γλωσσόκομος
γλωσσοποιΐα
γλωσσοπωγώνιον
γλωσσός
γλωσσοτέχνης
γλωσσότμητος
γλωσσοτομέω
γλωσσοχαριτέω
γλωσσώδης
γλωττίζω
γλωττικός
γλωττίς
γλωττισμός
γλωττοδεψέω
γλωττοειδής
γλωττοποιέω
γλωττοστροφέω
γλωχίν
γλωχινωτός
γλωχίς
View word page
γλωττίζω
kiss lasciviously, bill

ShortDef

kiss lasciviously, bill

Debugging

Headword:
γλωττίζω
Headword (normalized):
γλωττίζω
Headword (normalized/stripped):
γλωττιζω
IDX:
19124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19125
Key:

Data

{'content': 'kiss lasciviously, bill'}