Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλωσσοκομεῖον
γλωσσόκομον
γλωσσόκομος
γλωσσοποιΐα
γλωσσοπωγώνιον
γλωσσός
γλωσσοτέχνης
γλωσσότμητος
γλωσσοτομέω
γλωσσοχαριτέω
γλωσσώδης
γλωττίζω
γλωττικός
γλωττίς
γλωττισμός
γλωττοδεψέω
γλωττοειδής
γλωττοποιέω
γλωττοστροφέω
γλωχίν
γλωχινωτός
View word page
γλωσσώδης
talkative, babbling

ShortDef

talkative, babbling

Debugging

Headword:
γλωσσώδης
Headword (normalized):
γλωσσώδης
Headword (normalized/stripped):
γλωσσωδης
IDX:
19123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19124
Key:

Data

{'content': 'talkative, babbling'}