Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γλωσσοκηλόκομπος
γλωσσοκομεῖον
γλωσσόκομον
γλωσσόκομος
γλωσσοποιΐα
γλωσσοπωγώνιον
γλωσσός
γλωσσοτέχνης
γλωσσότμητος
γλωσσοτομέω
γλωσσοχαριτέω
γλωσσώδης
γλωττίζω
γλωττικός
γλωττίς
γλωττισμός
γλωττοδεψέω
γλωττοειδής
γλωττοποιέω
γλωττοστροφέω
γλωχίν
View word page
γλωσσοχαριτέω
flatter
ShortDef
flatter
Debugging
Headword:
γλωσσοχαριτέω
Headword (normalized):
γλωσσοχαριτέω
Headword (normalized/stripped):
γλωσσοχαριτεω
IDX:
19122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19123
Key:
Data
{'content': 'flatter'}