Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλωσσογράφος
γλωσσοκάτοχον
γλωσσοκηλόκομπος
γλωσσοκομεῖον
γλωσσόκομον
γλωσσόκομος
γλωσσοποιΐα
γλωσσοπωγώνιον
γλωσσός
γλωσσοτέχνης
γλωσσότμητος
γλωσσοτομέω
γλωσσοχαριτέω
γλωσσώδης
γλωττίζω
γλωττικός
γλωττίς
γλωττισμός
γλωττοδεψέω
γλωττοειδής
γλωττοποιέω
View word page
γλωσσότμητος
with the tongue cut out

ShortDef

with the tongue cut out

Debugging

Headword:
γλωσσότμητος
Headword (normalized):
γλωσσότμητος
Headword (normalized/stripped):
γλωσσοτμητος
IDX:
19120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19121
Key:

Data

{'content': 'with the tongue cut out'}