Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλωσσογάστωρ
γλωσσογράφος
γλωσσοκάτοχον
γλωσσοκηλόκομπος
γλωσσοκομεῖον
γλωσσόκομον
γλωσσόκομος
γλωσσοποιΐα
γλωσσοπωγώνιον
γλωσσός
γλωσσοτέχνης
γλωσσότμητος
γλωσσοτομέω
γλωσσοχαριτέω
γλωσσώδης
γλωττίζω
γλωττικός
γλωττίς
γλωττισμός
γλωττοδεψέω
γλωττοειδής
View word page
γλωσσοτέχνης
tongue-artificer

ShortDef

tongue-artificer

Debugging

Headword:
γλωσσοτέχνης
Headword (normalized):
γλωσσοτέχνης
Headword (normalized/stripped):
γλωσσοτεχνης
IDX:
19119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19120
Key:

Data

{'content': 'tongue-artificer'}