Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλωσσίδος
γλωσσογάστωρ
γλωσσογράφος
γλωσσοκάτοχον
γλωσσοκηλόκομπος
γλωσσοκομεῖον
γλωσσόκομον
γλωσσόκομος
γλωσσοποιΐα
γλωσσοπωγώνιον
γλωσσός
γλωσσοτέχνης
γλωσσότμητος
γλωσσοτομέω
γλωσσοχαριτέω
γλωσσώδης
γλωττίζω
γλωττικός
γλωττίς
γλωττισμός
γλωττοδεψέω
View word page
γλωσσός
talking, chattering

ShortDef

talking, chattering

Debugging

Headword:
γλωσσός
Headword (normalized):
γλωσσός
Headword (normalized/stripped):
γλωσσος
IDX:
19118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19119
Key:

Data

{'content': 'talking, chattering'}