Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλωσσηματικός
γλωσσίδος
γλωσσογάστωρ
γλωσσογράφος
γλωσσοκάτοχον
γλωσσοκηλόκομπος
γλωσσοκομεῖον
γλωσσόκομον
γλωσσόκομος
γλωσσοποιΐα
γλωσσοπωγώνιον
γλωσσός
γλωσσοτέχνης
γλωσσότμητος
γλωσσοτομέω
γλωσσοχαριτέω
γλωσσώδης
γλωττίζω
γλωττικός
γλωττίς
γλωττισμός
View word page
γλωσσοπωγώνιον
half a head with the tongue

ShortDef

half a head with the tongue

Debugging

Headword:
γλωσσοπωγώνιον
Headword (normalized):
γλωσσοπωγώνιον
Headword (normalized/stripped):
γλωσσοπωγωνιον
IDX:
19117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19118
Key:

Data

{'content': 'half a head with the tongue'}