Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γλώσσασπις
γλώσσημα
γλωσσηματικός
γλωσσίδος
γλωσσογάστωρ
γλωσσογράφος
γλωσσοκάτοχον
γλωσσοκηλόκομπος
γλωσσοκομεῖον
γλωσσόκομον
γλωσσόκομος
γλωσσοποιΐα
γλωσσοπωγώνιον
γλωσσός
γλωσσοτέχνης
γλωσσότμητος
γλωσσοτομέω
γλωσσοχαριτέω
γλωσσώδης
γλωττίζω
γλωττικός
View word page
γλωσσόκομος
sarcophagus
ShortDef
sarcophagus
Debugging
Headword:
γλωσσόκομος
Headword (normalized):
γλωσσόκομος
Headword (normalized/stripped):
γλωσσοκομος
IDX:
19115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19116
Key:
Data
{'content': 'sarcophagus'}