Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γλωσσάριον
γλώσσασπις
γλώσσημα
γλωσσηματικός
γλωσσίδος
γλωσσογάστωρ
γλωσσογράφος
γλωσσοκάτοχον
γλωσσοκηλόκομπος
γλωσσοκομεῖον
γλωσσόκομον
γλωσσόκομος
γλωσσοποιΐα
γλωσσοπωγώνιον
γλωσσός
γλωσσοτέχνης
γλωσσότμητος
γλωσσοτομέω
γλωσσοχαριτέω
γλωσσώδης
γλωττίζω
View word page
γλωσσόκομον
a case for the mouthpiece of a pipe
ShortDef
a case for the mouthpiece of a pipe
Debugging
Headword:
γλωσσόκομον
Headword (normalized):
γλωσσόκομον
Headword (normalized/stripped):
γλωσσοκομον
IDX:
19114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19115
Key:
Data
{'content': 'a case for the mouthpiece of a pipe'}