Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλωσσαργέω
γλωσσάριον
γλώσσασπις
γλώσσημα
γλωσσηματικός
γλωσσίδος
γλωσσογάστωρ
γλωσσογράφος
γλωσσοκάτοχον
γλωσσοκηλόκομπος
γλωσσοκομεῖον
γλωσσόκομον
γλωσσόκομος
γλωσσοποιΐα
γλωσσοπωγώνιον
γλωσσός
γλωσσοτέχνης
γλωσσότμητος
γλωσσοτομέω
γλωσσοχαριτέω
γλωσσώδης
View word page
γλωσσοκομεῖον
case to keep the reeds

ShortDef

case to keep the reeds

Debugging

Headword:
γλωσσοκομεῖον
Headword (normalized):
γλωσσοκομεῖον
Headword (normalized/stripped):
γλωσσοκομειον
IDX:
19113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19114
Key:

Data

{'content': 'case to keep the reeds'}