Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλωσσάομαι
γλωσσαργέω
γλωσσάριον
γλώσσασπις
γλώσσημα
γλωσσηματικός
γλωσσίδος
γλωσσογάστωρ
γλωσσογράφος
γλωσσοκάτοχον
γλωσσοκηλόκομπος
γλωσσοκομεῖον
γλωσσόκομον
γλωσσόκομος
γλωσσοποιΐα
γλωσσοπωγώνιον
γλωσσός
γλωσσοτέχνης
γλωσσότμητος
γλωσσοτομέω
γλωσσοχαριτέω
View word page
γλωσσοκηλόκομπος
soothing with boastful tongue

ShortDef

soothing with boastful tongue

Debugging

Headword:
γλωσσοκηλόκομπος
Headword (normalized):
γλωσσοκηλόκομπος
Headword (normalized/stripped):
γλωσσοκηλοκομπος
IDX:
19112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19113
Key:

Data

{'content': 'soothing with boastful tongue'}