Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλωσσαλγία
γλώσσαλγος
γλωσσάομαι
γλωσσαργέω
γλωσσάριον
γλώσσασπις
γλώσσημα
γλωσσηματικός
γλωσσίδος
γλωσσογάστωρ
γλωσσογράφος
γλωσσοκάτοχον
γλωσσοκηλόκομπος
γλωσσοκομεῖον
γλωσσόκομον
γλωσσόκομος
γλωσσοποιΐα
γλωσσοπωγώνιον
γλωσσός
γλωσσοτέχνης
γλωσσότμητος
View word page
γλωσσογράφος
writer on

ShortDef

writer on

Debugging

Headword:
γλωσσογράφος
Headword (normalized):
γλωσσογράφος
Headword (normalized/stripped):
γλωσσογραφος
IDX:
19110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19111
Key:

Data

{'content': 'writer on'}