Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλύφω
γλώξ
γλῶσσα
γλωσσαλγία
γλώσσαλγος
γλωσσάομαι
γλωσσαργέω
γλωσσάριον
γλώσσασπις
γλώσσημα
γλωσσηματικός
γλωσσίδος
γλωσσογάστωρ
γλωσσογράφος
γλωσσοκάτοχον
γλωσσοκηλόκομπος
γλωσσοκομεῖον
γλωσσόκομον
γλωσσόκομος
γλωσσοποιΐα
γλωσσοπωγώνιον
View word page
γλωσσηματικός
interlarded with

ShortDef

interlarded with

Debugging

Headword:
γλωσσηματικός
Headword (normalized):
γλωσσηματικός
Headword (normalized/stripped):
γλωσσηματικος
IDX:
19107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19108
Key:

Data

{'content': 'interlarded with'}