Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλυφίς
γλύφω
γλώξ
γλῶσσα
γλωσσαλγία
γλώσσαλγος
γλωσσάομαι
γλωσσαργέω
γλωσσάριον
γλώσσασπις
γλώσσημα
γλωσσηματικός
γλωσσίδος
γλωσσογάστωρ
γλωσσογράφος
γλωσσοκάτοχον
γλωσσοκηλόκομπος
γλωσσοκομεῖον
γλωσσόκομον
γλωσσόκομος
γλωσσοποιΐα
View word page
γλώσσημα
tongue

ShortDef

tongue

Debugging

Headword:
γλώσσημα
Headword (normalized):
γλώσσημα
Headword (normalized/stripped):
γλωσσημα
IDX:
19106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19107
Key:

Data

{'content': 'tongue'}