Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλυφή
γλυφικός
γλυφίς
γλύφω
γλώξ
γλῶσσα
γλωσσαλγία
γλώσσαλγος
γλωσσάομαι
γλωσσαργέω
γλωσσάριον
γλώσσασπις
γλώσσημα
γλωσσηματικός
γλωσσίδος
γλωσσογάστωρ
γλωσσογράφος
γλωσσοκάτοχον
γλωσσοκηλόκομπος
γλωσσοκομεῖον
γλωσσόκομον
View word page
γλωσσάριον
spoon

ShortDef

spoon

Debugging

Headword:
γλωσσάριον
Headword (normalized):
γλωσσάριον
Headword (normalized/stripped):
γλωσσαριον
IDX:
19104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19105
Key:

Data

{'content': 'spoon'}