Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γλυφεύς
γλυφευτής
γλυφή
γλυφικός
γλυφίς
γλύφω
γλώξ
γλῶσσα
γλωσσαλγία
γλώσσαλγος
γλωσσάομαι
γλωσσαργέω
γλωσσάριον
γλώσσασπις
γλώσσημα
γλωσσηματικός
γλωσσίδος
γλωσσογάστωρ
γλωσσογράφος
γλωσσοκάτοχον
γλωσσοκηλόκομπος
View word page
γλωσσάομαι
tuneful
ShortDef
tuneful
Debugging
Headword:
γλωσσάομαι
Headword (normalized):
γλωσσάομαι
Headword (normalized/stripped):
γλωσσαομαι
IDX:
19102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19103
Key:
Data
{'content': 'tuneful'}