Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Γλυμπεῖς
γλύξις
γλυπτήρ
γλύπτης
γλυπτικός
γλυπτός
γλύφανος
γλυφεύς
γλυφευτής
γλυφή
γλυφικός
γλυφίς
γλύφω
γλώξ
γλῶσσα
γλωσσαλγία
γλώσσαλγος
γλωσσάομαι
γλωσσαργέω
γλωσσάριον
γλώσσασπις
View word page
γλυφικός
of or for carving

ShortDef

of or for carving

Debugging

Headword:
γλυφικός
Headword (normalized):
γλυφικός
Headword (normalized/stripped):
γλυφικος
IDX:
19095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19096
Key:

Data

{'content': 'of or for carving'}