Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλύκων
γλύμμα
Γλυμπεῖς
γλύξις
γλυπτήρ
γλύπτης
γλυπτικός
γλυπτός
γλύφανος
γλυφεύς
γλυφευτής
γλυφή
γλυφικός
γλυφίς
γλύφω
γλώξ
γλῶσσα
γλωσσαλγία
γλώσσαλγος
γλωσσάομαι
γλωσσαργέω
View word page
γλυφευτής
stone-mason

ShortDef

stone-mason

Debugging

Headword:
γλυφευτής
Headword (normalized):
γλυφευτής
Headword (normalized/stripped):
γλυφευτης
IDX:
19093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19094
Key:

Data

{'content': 'stone-mason'}