Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γλυκύχυλος
γλύκων
γλύμμα
Γλυμπεῖς
γλύξις
γλυπτήρ
γλύπτης
γλυπτικός
γλυπτός
γλύφανος
γλυφεύς
γλυφευτής
γλυφή
γλυφικός
γλυφίς
γλύφω
γλώξ
γλῶσσα
γλωσσαλγία
γλώσσαλγος
γλωσσάομαι
View word page
γλυφεύς
carver
ShortDef
carver
Debugging
Headword:
γλυφεύς
Headword (normalized):
γλυφεύς
Headword (normalized/stripped):
γλυφευς
IDX:
19092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19093
Key:
Data
{'content': 'carver'}