Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλυκύφωνος
γλυκύχυλος
γλύκων
γλύμμα
Γλυμπεῖς
γλύξις
γλυπτήρ
γλύπτης
γλυπτικός
γλυπτός
γλύφανος
γλυφεύς
γλυφευτής
γλυφή
γλυφικός
γλυφίς
γλύφω
γλώξ
γλῶσσα
γλωσσαλγία
γλώσσαλγος
View word page
γλύφανος
a tool for carving, knife, chisel

ShortDef

a tool for carving, knife, chisel

Debugging

Headword:
γλύφανος
Headword (normalized):
γλύφανος
Headword (normalized/stripped):
γλυφανος
IDX:
19091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19092
Key:

Data

{'content': 'a tool for carving, knife, chisel'}