Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλυκυφωνία
γλυκύφωνος
γλυκύχυλος
γλύκων
γλύμμα
Γλυμπεῖς
γλύξις
γλυπτήρ
γλύπτης
γλυπτικός
γλυπτός
γλύφανος
γλυφεύς
γλυφευτής
γλυφή
γλυφικός
γλυφίς
γλύφω
γλώξ
γλῶσσα
γλωσσαλγία
View word page
γλυπτός
carved

ShortDef

carved

Debugging

Headword:
γλυπτός
Headword (normalized):
γλυπτός
Headword (normalized/stripped):
γλυπτος
IDX:
19090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19091
Key:

Data

{'content': 'carved'}