Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γλυκύφρουροι
γλυκυφωγέω
γλυκυφωνία
γλυκύφωνος
γλυκύχυλος
γλύκων
γλύμμα
Γλυμπεῖς
γλύξις
γλυπτήρ
γλύπτης
γλυπτικός
γλυπτός
γλύφανος
γλυφεύς
γλυφευτής
γλυφή
γλυφικός
γλυφίς
γλύφω
γλώξ
View word page
γλύπτης
a carver, sculptor
ShortDef
a carver, sculptor
Debugging
Headword:
γλύπτης
Headword (normalized):
γλύπτης
Headword (normalized/stripped):
γλυπτης
IDX:
19088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19089
Key:
Data
{'content': 'a carver, sculptor'}