Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλυκύφθογγος
γλυκύφρουροι
γλυκυφωγέω
γλυκυφωνία
γλυκύφωνος
γλυκύχυλος
γλύκων
γλύμμα
Γλυμπεῖς
γλύξις
γλυπτήρ
γλύπτης
γλυπτικός
γλυπτός
γλύφανος
γλυφεύς
γλυφευτής
γλυφή
γλυφικός
γλυφίς
γλύφω
View word page
γλυπτήρ
a graving tool, chisel

ShortDef

a graving tool, chisel

Debugging

Headword:
γλυπτήρ
Headword (normalized):
γλυπτήρ
Headword (normalized/stripped):
γλυπτηρ
IDX:
19087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19088
Key:

Data

{'content': 'a graving tool, chisel'}