Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλυκύς
γλυκυσίδη
γλύκυσμα
γλυκύστρυφνος
γλυκύτης
γλυκυφαγία
γλυκύφθογγος
γλυκύφρουροι
γλυκυφωγέω
γλυκυφωνία
γλυκύφωνος
γλυκύχυλος
γλύκων
γλύμμα
Γλυμπεῖς
γλύξις
γλυπτήρ
γλύπτης
γλυπτικός
γλυπτός
γλύφανος
View word page
γλυκύφωνος
sweet-voiced, sweet-sounding

ShortDef

sweet-voiced, sweet-sounding

Debugging

Headword:
γλυκύφωνος
Headword (normalized):
γλυκύφωνος
Headword (normalized/stripped):
γλυκυφωνος
IDX:
19081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19082
Key:

Data

{'content': 'sweet-voiced, sweet-sounding'}