Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γλυκύπυρος
γλυκύρριζα
γλυκύς
γλυκυσίδη
γλύκυσμα
γλυκύστρυφνος
γλυκύτης
γλυκυφαγία
γλυκύφθογγος
γλυκύφρουροι
γλυκυφωγέω
γλυκυφωνία
γλυκύφωνος
γλυκύχυλος
γλύκων
γλύμμα
Γλυμπεῖς
γλύξις
γλυπτήρ
γλύπτης
γλυπτικός
View word page
γλυκυφωγέω
speak sweetly
ShortDef
speak sweetly
Debugging
Headword:
γλυκυφωγέω
Headword (normalized):
γλυκυφωγέω
Headword (normalized/stripped):
γλυκυφωγεω
IDX:
19079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19080
Key:
Data
{'content': 'speak sweetly'}