Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γλυκυκαρπέω
γλυκύκαρπος
γλυκύκρεος
γλυκύλογος
γλυκυμαρίδες
γλυκυμάχανος
γλυκυμείλιχος
γλυκύμηλον
γλυκυμήχανος
γλυκυμυθέω
γλυκύμυθος
γλυκύπαις
γλυκυπάρθενος
γλυκύπικρος
γλυκυπότης
γλυκυπράτιον
γλυκύπυρος
γλυκύρριζα
γλυκύς
γλυκυσίδη
γλύκυσμα
View word page
γλυκύμυθος
sweet-speaking
ShortDef
sweet-speaking
Debugging
Headword:
γλυκύμυθος
Headword (normalized):
γλυκύμυθος
Headword (normalized/stripped):
γλυκυμυθος
IDX:
19063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19064
Key:
Data
{'content': 'sweet-speaking'}