Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλύκασμα
γλυκασμός
γλυκέλαιον
γλυκεροστάφυλος
γλυκερόχρως
γλυκίζω
γλυκίνας
γλύκιος
γλυκισμός
γλυκύδακρυς
γλυκυδερκής
γλυκυδρόμος
γλυκύδωρος
γλυκυηχής
γλυκυθυμέω
γλυκυθυμία
γλυκύθυμος
γλυκυκάλαμον
γλυκυκαρπέω
γλυκύκαρπος
γλυκύκρεος
View word page
γλυκυδερκής
with a sweet glance

ShortDef

with a sweet glance

Debugging

Headword:
γλυκυδερκής
Headword (normalized):
γλυκυδερκής
Headword (normalized/stripped):
γλυκυδερκης
IDX:
19045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19046
Key:

Data

{'content': 'with a sweet glance'}