Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλυκαίνω
γλύκανσις
γλυκαντικός
γλύκασμα
γλυκασμός
γλυκέλαιον
γλυκεροστάφυλος
γλυκερόχρως
γλυκίζω
γλυκίνας
γλύκιος
γλυκισμός
γλυκύδακρυς
γλυκυδερκής
γλυκυδρόμος
γλυκύδωρος
γλυκυηχής
γλυκυθυμέω
γλυκυθυμία
γλυκύθυμος
γλυκυκάλαμον
View word page
γλύκιος
sugary, sickly

ShortDef

sugary, sickly

Debugging

Headword:
γλύκιος
Headword (normalized):
γλύκιος
Headword (normalized/stripped):
γλυκιος
IDX:
19042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19043
Key:

Data

{'content': 'sugary, sickly'}