Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλουτός
γλυκάδιον
γλυκάζω
γλυκαίνω
γλύκανσις
γλυκαντικός
γλύκασμα
γλυκασμός
γλυκέλαιον
γλυκεροστάφυλος
γλυκερόχρως
γλυκίζω
γλυκίνας
γλύκιος
γλυκισμός
γλυκύδακρυς
γλυκυδερκής
γλυκυδρόμος
γλυκύδωρος
γλυκυηχής
γλυκυθυμέω
View word page
γλυκερόχρως
with sweet skin

ShortDef

with sweet skin

Debugging

Headword:
γλυκερόχρως
Headword (normalized):
γλυκερόχρως
Headword (normalized/stripped):
γλυκεροχρως
IDX:
19039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19040
Key:

Data

{'content': 'with sweet skin'}