Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γλουρός
γλούτια
γλουτός
γλυκάδιον
γλυκάζω
γλυκαίνω
γλύκανσις
γλυκαντικός
γλύκασμα
γλυκασμός
γλυκέλαιον
γλυκεροστάφυλος
γλυκερόχρως
γλυκίζω
γλυκίνας
γλύκιος
γλυκισμός
γλυκύδακρυς
γλυκυδερκής
γλυκυδρόμος
γλυκύδωρος
View word page
γλυκέλαιον
sweet oil
ShortDef
sweet oil
Debugging
Headword:
γλυκέλαιον
Headword (normalized):
γλυκέλαιον
Headword (normalized/stripped):
γλυκελαιον
IDX:
19037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19038
Key:
Data
{'content': 'sweet oil'}