Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γλοιός
γλοιώδης
γλουρός
γλούτια
γλουτός
γλυκάδιον
γλυκάζω
γλυκαίνω
γλύκανσις
γλυκαντικός
γλύκασμα
γλυκασμός
γλυκέλαιον
γλυκεροστάφυλος
γλυκερόχρως
γλυκίζω
γλυκίνας
γλύκιος
γλυκισμός
γλυκύδακρυς
γλυκυδερκής
View word page
γλύκασμα
sweetness
ShortDef
sweetness
Debugging
Headword:
γλύκασμα
Headword (normalized):
γλύκασμα
Headword (normalized/stripped):
γλυκασμα
IDX:
19035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19036
Key:
Data
{'content': 'sweetness'}