Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλοιόομαι
γλοιοπότις
γλοιός
γλοιώδης
γλουρός
γλούτια
γλουτός
γλυκάδιον
γλυκάζω
γλυκαίνω
γλύκανσις
γλυκαντικός
γλύκασμα
γλυκασμός
γλυκέλαιον
γλυκεροστάφυλος
γλυκερόχρως
γλυκίζω
γλυκίνας
γλύκιος
γλυκισμός
View word page
γλύκανσις
sweetening

ShortDef

sweetening

Debugging

Headword:
γλύκανσις
Headword (normalized):
γλύκανσις
Headword (normalized/stripped):
γλυκανσις
IDX:
19033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19034
Key:

Data

{'content': 'sweetening'}