Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλοιάς
γλοιόομαι
γλοιοπότις
γλοιός
γλοιώδης
γλουρός
γλούτια
γλουτός
γλυκάδιον
γλυκάζω
γλυκαίνω
γλύκανσις
γλυκαντικός
γλύκασμα
γλυκασμός
γλυκέλαιον
γλυκεροστάφυλος
γλυκερόχρως
γλυκίζω
γλυκίνας
γλύκιος
View word page
γλυκαίνω
to sweeten

ShortDef

to sweeten

Debugging

Headword:
γλυκαίνω
Headword (normalized):
γλυκαίνω
Headword (normalized/stripped):
γλυκαινω
IDX:
19032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19033
Key:

Data

{'content': 'to sweeten'}