Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γλοιάζω
γλοιάς
γλοιόομαι
γλοιοπότις
γλοιός
γλοιώδης
γλουρός
γλούτια
γλουτός
γλυκάδιον
γλυκάζω
γλυκαίνω
γλύκανσις
γλυκαντικός
γλύκασμα
γλυκασμός
γλυκέλαιον
γλυκεροστάφυλος
γλυκερόχρως
γλυκίζω
γλυκίνας
View word page
γλυκάζω
sweeten
ShortDef
sweeten
Debugging
Headword:
γλυκάζω
Headword (normalized):
γλυκάζω
Headword (normalized/stripped):
γλυκαζω
IDX:
19031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19032
Key:
Data
{'content': 'sweeten'}