Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γλοία
γλοιάζω
γλοιάς
γλοιόομαι
γλοιοπότις
γλοιός
γλοιώδης
γλουρός
γλούτια
γλουτός
γλυκάδιον
γλυκάζω
γλυκαίνω
γλύκανσις
γλυκαντικός
γλύκασμα
γλυκασμός
γλυκέλαιον
γλυκεροστάφυλος
γλυκερόχρως
γλυκίζω
View word page
γλυκάδιον
sweetmeat

ShortDef

sweetmeat

Debugging

Headword:
γλυκάδιον
Headword (normalized):
γλυκάδιον
Headword (normalized/stripped):
γλυκαδιον
IDX:
19030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19031
Key:

Data

{'content': 'sweetmeat'}